σιδηροπυρίτιο

σιδηροπυρίτιο
το, Ν
(μεταλλ.) κράμα σιδήρου και πυριτίου, που χρησιμοποιείται κατά την παραγωγή τού χάλυβα ως μέσο προσθήκης πυριτίου, ως αντιοξειδωτικό και ως αναγωγικό τής σκωρίας, καθώς και κατά την παραγωγή χυτοσιδήρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”